Καινοτόμες μελέτες και μέθοδοι υπεράκτιας κατασκευής χρησιμοποιήθηκαν, ώστε να γίνει πραγματικότητα αυτή η μοναδική καλωδιωτή γέφυρα πολλαπλών ανοιγμάτων. Αξίζει να επισημανθούν μεταξύ άλλων η υιοθέτηση και εφαρμογή της λύσης αβαθούς θεμελίωσης σε ενισχυμένο πυθμένα, το συνεχές και πλήρως αναρτημένο κατάστρωμα καθ’ όλο το μήκος της γέφυρας (2.252 m), το ευμέγεθες σύστημα σεισμικής απόσβεσης, τα εξοπλισμένα με ειδικές αντισεισμικές διατάξεις καλώδια ανάρτησης, οι αρμοί διαστολής που μπορούν να παραλάβουν μεγάλες μετατοπίσεις ως προς τον άξονα της γέφυρας και εγκάρσια.
Επικεφαλής της μελέτης και κατασκευής ήταν η γαλλική εταιρεία Vinci σε συνεργασία με τις μεγαλύτερες ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες (Άκτωρ, J&P και Αθηνά).
Το περιβάλλον στο οποίο κατασκευάστηκε η γέφυρα παρουσιάζει έναν συνδυασμό φυσικών αντιξοοτήτων που καθιστά το έργο αυτό αρκετά περίπλοκο, όπως το πλάτος του Στενού που είναι περίπου 2.500 μέτρα, το βάθος της θάλασσας (ως και 65 μέτρα) σε συνδυασμό με τα βαθιά χαλαρά αλλουβιακά στρώματα, η πιθανότητα έντονης σεισμικής δραστηριότητας, οι τεκτονικές μετακινήσεις και οι εξαιρετικά ισχυροί άνεμοι.
Το ανάγλυφο του πυθμένα εμφανίζει απότομες κλίσεις προς τις δύο ακτές και ένα μεγάλο οριζόντιο επίπεδο σε βάθος περίπου 60 μέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η διερεύνηση των πρώτων 100 μέτρων του πυθμένα κατέδειξε την απουσία βραχώδους υποστρώματος. Σύμφωνα με γεωλογικές μελέτες, το πάχος των ιζημάτων που αποτελούνται από παχιές αργιλικές στρώσεις αναμεμειγμένες, σε ορισμένα σημεία, με λεπτή άμμο και ιλύ υπερβαίνει τα 500 μέτρα.
Ο Κορινθιακός Κόλπος και πιο συγκεκριμένα η βόρεια ακτή της Πελοποννήσου χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μεγάλου αριθμού ενεργών ρηγμάτων, όπως του Ξυλοκάστρου, του Αιγίου, της Ελίκης, του Ψαθοπύργου, της Πάτρας κ.ά. που αποτυπώνονται στον σχετικό χάρτη.
Στα ρήγματα εντοπίζεται η πλειονότητα των σεισμών που καταγράφονται στην περιοχή ως αποτέλεσμα των τεκτονικών μετακινήσεων μεταξύ Στερεάς Ελλάδας και Πελοποννήσου που φθάνουν κάποια χιλιοστά τον χρόνο.
Η ανάλυση σεισμικού κινδύνου κατέληξε ότι ένας σεισμός κοντινού πεδίου μεγέθους ως και 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ είναι καθοριστικός για τον ορισμό της σεισμικής δράσης στην περιοχή του έργου. Στον χάρτη, οι κύκλοι και τα τετράγωνα αντιστοιχούν σε ιστορικούς και καταγεγραμμένους από τα όργανα σεισμούς μεγέθους μεγαλύτερου των 5,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.
Λόγω της μορφολογίας των γύρω ορεινών όγκων, το Στενό Ρίου-Αντιρρίου είναι γνωστό για τους συχνούς και ισχυρούς ανέμους. Η ταχύτητα αναφοράς του ανέμου (ωριαίος μέσος όρος σε 10 μέτρα ύψος, περίοδος επαναφοράς 120 έτη) εκτιμήθηκε στα 30 m/sec με βάση μια πλούσια βάση δεδομένων μετρήσεων ανέμων.
Τα σεισμικά φορτία σχεδιασμού ορίζονται με τη μορφή φάσματος απόκρισης στο επίπεδο του πυθμένα της θάλασσας. Η μέγιστη επιτάχυνση εδάφους ισούται με 0,48 g και η μέγιστη φασματική επιτάχυνση ισούται με 1,2 g για περιόδους μεταξύ 0,2 s και 1,0 s. Το φάσμα αυτό θεωρείται ότι αντιστοιχεί σε σεισμό με περίοδο επαναφοράς 2.000 ετών ή σε σεισμικό γεγονός με 5% πιθανότητα υπέρβασης για τη διάρκεια ζωής των 120 ετών. Στο ακόλουθο σχήμα, το φάσμα μελέτης της Γέφυρας συγκρίνεται με αυτό που απαιτείται από τον Ελληνικό Αντισεισμικό Κανονισμό (EAK 2000).
Δεδομένων των τεκτονικών μετακινήσεων στην περιοχή και της διάρκειας ζωής των 120 ετών της γέφυρας, οι συμβατικές προδιαγραφές απαιτούσαν η Γέφυρα να μπορεί να παραλάβει πιθανές κινήσεις ρηγμάτων ως και 2 μέτρων προς κάθε κατεύθυνση, οριζόντια και/ή κατακόρυφα μεταξύ δύο διαδοχικών βάθρων, σε συνδυασμό με κατακόρυφη κλίση 1/500 των πυλώνων.
Η ταχύτητα αναφοράς του ανέμου (ωριαίος μέσος όρος σε 10 μέτρα ύψος, περίοδος επαναφοράς 120 έτη) που ελήφθη ήταν 32 m/sec. Στο επίπεδο του καταστρώματος (57 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας) η ταχύτητα ανέμου αναφοράς (μέση 10’) είναι 50 m/sec. Ωστόσο, τα εύκαμπτα καταστρώματα, των καλωδιωτών (όπως της Γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου) και των κρεμαστών γεφυρών, είναι επιρρεπή σε αεροδυναμικά φαινόμενα που δύνανται να δημιουργήσουν συνθήκες αστάθειας. Οι υπάρχουσες προδιαγραφές απαιτούν η αεροδυναμική ευστάθεια των εύκαμπτων γεφυρών με άνοιγμα μεγαλύτερο των 200 μέτρων να επιβεβαιώνεται με αεροδυναμικές δοκιμές. Για τη Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου οι προδιαγραφές απαιτούσαν η κρίσιμη ταχύτητα ανέμου για «αστάθεια σε πτερυγισμό» (flutter instability) να είναι μεγαλύτερη των 74 m/sec και το εύρος ταλάντωσης λόγω «διάχυσης δίνης» (vortex shedding) να παραμένει περιορισμένο.
Επίσης, η γέφυρα πρέπει να είναι ικανή να αντέξει σε πρόσκρουση δεξαμενόπλοιου 180.000 τόνων dwt που πλέει με ταχύτητα 16 κόμβων. Αυτό αντιστοιχεί σε οριζόντιο στατικό φορτίο 28.000 τόνων που εφαρμόζεται σε ύψος 67 μέτρων (3 μέτρα πάνω από τη συνήθη επιφάνεια της θάλασσας) από τη βάση των βάθρων.
Εξαρχής ήταν σαφές ότι το κρίσιμο φορτίο για το μεγαλύτερο τμήμα της κατασκευής είναι ο συνδυασμός τυχηματικού σεισμικού φορτίου. Ο κρίσιμος τυχηματικός σεισμικός συνδυασμός φόρτισης συνίσταται στον σεισμό σχεδιασμού και 50% των τεκτονικών μετακινήσεων.
Η επιλεγείσα λύση προκρίθηκε μετά από εξέταση ενός μεγάλου αριθμού εναλλακτικών επιλογών τόσο ως προς το είδος της ανάρτησης (καλωδιωτής έναντι κρεμαστής γέφυρας) όσο και ως προς το σύστημα θεμελίωσης.
Αναφορικά με τα θεμέλια, η φέρουσα ικανότητα και οι αντίστοιχες κατασκευαστικές μέθοδοι αποτελούσαν βασικό μέλημα σε αυτές τις δύσκολες περιβαλλοντικές συνθήκες που χαρακτηρίζονται από χαλαρό έδαφος έδρασης, σημαντικές σεισμικές επιταχύνσεις και μεγάλο βάθος νερού. Εξετάστηκαν και εναλλακτικά συστήματα θεμελίωσης (όπως η θεμελίωση με πασσάλους, οι βαθιά πακτωμένοι θάλαμοι και η αντικατάσταση εδάφους) με τα αντίστοιχα πλεονεκτήματά τους σε ό,τι αφορά τον εξορθολογισμό του κόστους κατασκευής, τη δυνατότητα υλοποίησης και την τεχνική αρτιότητα. Η ανάλυση αυτή κατέδειξε ότι η αβαθής θεμελίωση ήταν η πιο ικανοποιητική λύση υπό την προϋπόθεση ότι θα ήταν εφικτή η σημαντική βελτίωση των 20 πρώτων μέτρων του εδάφους. Αυτό επιτεύχθηκε με τη χρήση μεταλλικών ενθεμάτων. Αν και οι θεμελιώσεις αυτές μοιάζουν με θεμελιώσεις με πασσάλους, δεν συμπεριφέρονται σε καμία περίπτωση ως τέτοιες, αφού δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ των ενθεμάτων και του θεμελίου, το οποίο θα επιτρέψει στη θεμελίωση να ανασηκωθεί μερικώς ή να ολισθήσει σε σχέση με το έδαφος κατά τη διάρκεια ενός σεισμικού γεγονότος.
Ένα άλλο μοναδικό χαρακτηριστικό του έργου αυτού είναι το συνεχές καλωδιωτό κατάστρωμα, το οποίο εκτός του ότι είναι το μακρύτερο στον κόσμο είναι και πλήρως αναρτημένο. Αυτό δημιουργεί ένα αποτελεσματικό σύστημα μόνωσης που μειώνει σημαντικά τις σεισμικές δυνάμεις που ασκούνται στο κατάστρωμα και ταυτόχρονα εξασφαλίζει την απαιτούμενη ευκαμψία ώστε να παραλαμβάνονται οι πιθανές μετακινήσεις ρηγμάτων μεταξύ των γειτονικών βάθρων. Στην εγκάρσια διεύθυνση, το κατάστρωμα θα συμπεριφέρεται σαν εκκρεμές και οι πλευρικές του κινήσεις πρέπει να περιορίζονται. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση υδραυλικών αποσβεστήρων στους πυλώνες (4) και στα μεταβατικά ακρόβαθρα (2) στόχος των οποίων είναι να περιορίσουν τις σχετικές πλευρικές μετατοπίσεις μεταξύ του καταστρώματος και των πυλώνων απορροφώντας μεγάλο μέρος της ενέργειας που εισάγεται κατά τη διάρκεια σεισμικών γεγονότων. Επιπρόσθετα, το κατάστρωμα πρέπει να παραμένει σταθερό κατά τη διάρκεια πολύ ισχυρών ανέμων αποτρέποντας την άσκοπη καταπόνηση του συστήματος απόσβεσης. Για τον σκοπό αυτόν είναι συνδεδεμένο με κάθε πυλώνα μέσω μιας οριζόντιας μεταλλικής ράβδου (που ονομάζεται «αναστολέας εγκάρσιας στήριξης») η οποία «απελευθερώνει» το κατάστρωμα σε περίπτωση ισχυρού σεισμικού γεγονότος, επιτρέποντας έτσι στους αποσβεστήρες να ενεργοποιηθούν.
Ο αρμός διαστολής έχει σχεδιαστεί για να παραλαμβάνει τις μέγιστες μετακινήσεις χωρίς καμία ζημιά (σε κατάσταση λειτουργικότητας-SLS) και περιορισμένες/ελεγχόμενες βλάβες για τον σεισμό σχεδιασμού.
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω η άνω στρώση του υπεδάφους κάτω από τα θεμέλια των πυλώνων ενισχύθηκε με ενθέματα, τα οποία είναι κοίλοι μεταλλικοί σωλήνες διαμέτρου 2 μέτρων και μήκους 25 έως 30 μέτρων που εμπήγνυνται ανά αποστάσεις 7 μέτρων μεταξύ τους. Στη θέση των βάθρων τοποθετήθηκαν κατά περίπτωση 110-200 τέτοιοι σωλήνες. Μια στρώση αμμοχάλικου πάχους 3 μέτρων επιμελημένα διαστρωμένη καλύπτει τα ενθέματα αυτά. Τα θεμέλια (αποτελούμενα από 32 θαλάμους), από οπλισμένο σκυρόδεμα διαμέτρου 90 μέτρων (που ονομάζονται πέδιλα), εδράζονται στη στρώση του αμμοχάλικου.
Ένας κώνος διαμέτρου από 38 ως 26 μέτρα αποτελεί το κάτω μέρος του βάθρου. Στο επάνω μέρος του βάθρου υπάρχει μια οκταγωνική δομή (κορμός βάθρου) και μια ανεστραμμένη πυραμίδα ύψους περίπου 15 μέτρων (κεφαλή βάθρου). Κάθε πυλώνας αποτελείται από μια τετράγωνη βάση πλευράς 38 μέτρων (βάση πυλώνα) και τέσσερα σκέλη από οπλισμένο σκυρόδεμα. Τα σκέλη, διατομής 4x4 μέτρων ξεκινούν από τις 4 γωνίες της βάσης πυλώνα και ενώνονται στην κορυφή της κεφαλής πυλώνα προσφέροντας την απαραίτητη ακαμψία, ώστε να υπάρχει αντοχή σε ασύμμετρα φορτία λειτουργίας και σεισμικές δυνάμεις.
Τα καλώδια ανάρτησης είναι τοποθετημένα σε δύο κεκλιμένες διατάξεις, με το κάτω μέρος τους να αγκυρώνεται στις πλευρές του καταστρώματος και το πάνω μέρος τους στην κεφαλή πυλώνα. Αποτελούνται από 43 ως 73 παράλληλους γαλβανισμένους τένοντες που προστατεύονται από μια στρώση εξηλασμένου πολυαιθυλενίου υψηλής πυκνότητας (HDPE). Τέλος, όλοι οι τένοντες είναι τοποθετημένοι μέσα σε περίβλημα από HDPE. Το σύστημα καλωδίων ανάρτησης που έχει προμηθεύσει η εταιρεία Freyssinet (του ομίλου VINCI) είναι εξοπλισμένο με ειδικά εξαρτήματα που σχετίζονται με τη συμπεριφορά του σε ισχυρούς σεισμούς. Περιλαμβάνει διατάξεις που ασφαλίζουν τις σφήνες σε περίπτωση που το καλώδιο αποφορτίζεται και σωλήνες εκτροπής στην αγκύρωση, για να ελέγχεται η καμπυλότητα του καλωδίου στη διάρκεια σεισμικών ταλαντώσεων.
Το κατάστρωμα έχει πλάτος 27,2 μέτρα με δύο λωρίδες κυκλοφορίας, μια λωρίδα ασφαλείας και πεζοδρόμιο σε κάθε κατεύθυνση. Πρόκειται για μια σύμμεικτη κατασκευή με χαλύβδινο σκελετό, που αποτελείται από δύο διαμήκεις πλακοδοκούς ύψους 2,2 μέτρων σε κάθε πλευρά με εγκάρσιες πλακοδοκούς ανά 4 μέτρα. Η επάνω πλάκα είναι κατασκευασμένη από οπλισμένο σκυρόδεμα. Εκτενείς δοκιμές πραγματοποιήθηκαν σε αεροδυναμική σήραγγα του γαλλικού ερευνητικού κέντρου CSTB – Nantes, ώστε να προσδιοριστεί η βέλτιστη γεωμετρία της διατομής του καταστρώματος και να διασφαλιστεί ότι πληρούνται όλες οι αεροδυναμικές απαιτήσεις.
Η ανωδομή του καταστρώματος είναι συνεχής και πλήρως ανηρτημένη με καλώδια ανάρτησης σε όλο το μήκος της. Ένα μοναδικό σε μέγεθος σύστημα απόσβεσης συνδέει το κατάστρωμα με την κορυφή του κάθε βάθρου και περιορίζει την πλευρική κίνηση του καταστρώματος κατά τη διάρκεια του σεισμού σχεδιασμού, απορροφώντας τη σεισμική ενέργεια. Το σύστημα αντισεισμικής προστασίας περιλαμβάνει αναστολείς εγκάρσιων στηρίξεων (ικανότητα 10.5 MN και 3.5 MN στα κυρίως βάθρα και τα μεταβατικά ακρόβαθρα αντιστοίχως) και ιξώδεις αποσβεστήρες (ικανότητας 3,5 MN ο καθένας) που λειτουργούν παράλληλα και συνδέουν εγκάρσια το κατάστρωμα με τα βάθρα. Οι αναστολείς είναι σχεδιασμένοι ως σταθερή σύνδεση που προστατεύει τα υδραυλικά εξαρτήματα παραλαμβάνοντας τα φορτία ανέμου. Σε περίπτωση σεισμού οι αναστολείς εγκάρσιων στηρίξεων είναι σχεδιασμένοι να διαρρέουν, αφήνοντας τους ιξώδεις αποσβεστήρες ελεύθερους να απορροφήσουν την ενέργεια που εκλύεται από τον σεισμό στην κατασκευή. Οι υδραυλικοί αποσβεστήρες που κατασκευάστηκαν από την FIP-Industriale S.p.A μπορούν να παραλάβουν μετατοπίσεις -1650mm/+1850mm στα κυρίως βάθρα και -2600mm/+2600mm στα μεταβατικά ακρόβαθρα. Μετά από ένα σεισμικό γεγονός η σταθεροποίηση του καταστρώματος μπορεί να επιτευχθεί σε μικρό χρονικό διάστημα με αντικατάσταση εξαρτημάτων των αναστολέων των εγκάρσιων στηρίξεων.
Στη διαμήκη διεύθυνση, το κατάστρωμα είναι ελεύθερο να πραγματοποιεί όλες τις επιβαλλόμενες θερμικές και τεκτονικές μετακινήσεις. Για τον λόγο αυτό τα ακρόβαθρα είναι μεταλλικά περιστρεφόμενα πλαίσια (αρθρωτά στις άκρες τους) που παραλαμβάνουν τις μεγάλες μετακινήσεις του καταστρώματος μήκους 2.252 μέτρων. Μεταξύ της κυρίως γέφυρας και των γεφυρών πρόσβασης, οι αρμοί συστολο-διαστολών, που έχει προμηθεύσει η Maurer Söhne, μπορούν να παραλάβουν σε λειτουργία μετακίνηση 1,22 μ (κλείσιμο) και 1,26 μ (άνοιγμα) κατά μήκος και έχουν σχεδιαστεί για μέγιστη μετακίνηση 2,20 μ (κλείσιμο) και 2,81 μ (άνοιγμα) κατά μήκος και +/- 2,50 μ εγκαρσίως για τον σεισμό σχεδιασμού.
Σχετικά με τα δομικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή, τα περισσότερα στοιχεία της γέφυρας είναι από οπλισμένο σκυρόδεμα. Η κατηγορία σκυροδέματος κυμαίνεται κυρίως μεταξύ C45/55 και C60/75 και η ποιότητα χάλυβα για τον σιδηροπολισμό ήταν S500s. Για τις προεντεταμένες κατασκευές (στη βάση και την κεφαλή πυλώνα) η χαρακτηριστική αντοχή θραύσης των τενόντων ήταν fpk=1860MPa. Το φάτνωμα του κυρίως καταστρώματος, ο θάλαμος της κεφαλής πυλώνα και το περιστρεφόμενο πλαίσιο (στα ακρόβαθρα) είναι κατασκευασμένα από δομικό χάλυβα ποιότητας S460 και/ή S355. Τέλος, οι τένοντες των καλωδίων ανάρτησης έχουν εγγυημένη εφελκυστική αντοχή θραύσης FGUTS=1770MPa.
Οι μέθοδοι κατασκευής και η αλληλουχία των κατασκευαστικών εργασιών για τα θεμέλια είναι αυτές που συνήθως χρησιμοποιούνται για την κατασκευή υπερθαλάσσιων πλατφορμών από σκυρόδεμα:
Ωστόσο, ορισμένα χαρακτηριστικά του έργου αυτού έκαναν τη διαδικασία κατασκευής των θεμελίων του ιδιαίτερη και μοναδική.
Η ξηρά δεξαμενή τοποθετήθηκε κοντά στο εργοτάξιο. Είχε μήκος 200 μέτρων, πλάτος 100 μέτρων και βάθος 14 μέτρων και μπορούσε να υποστηρίξει την ταυτόχρονη κατασκευή δύο θεμελίων. Είχε ένα ασυνήθιστο σύστημα σφράγισης: το πρώτο θεμέλιο κατασκευαζόταν πίσω από ένα ανάχωμα, αλλά όταν ρυμουλκείτο έξω, το δεύτερο θεμέλιο, η κατασκευή του οποίου είχε ήδη αρχίσει, έπλεε στη μπροστινή θέση και χρησίμευε ως θύρα της δεξαμενής.
Η βυθοκόρυση του πυθμένα, η έμπηξη ενθεμάτων, η τοποθέτηση και η διάστρωση κατάλληλα διαβαθμισμένου εδαφικού υλικού σε βάθος 65 μέτρων ήταν το πιο σημαντικό θαλάσσιο εγχείρημα που απαιτούσε ειδικό εξοπλισμό και διαδικασίες. Ουσιαστικά, η πλωτή εξέδρα ήταν μια ιδιοκατασκευή που βασίστηκε στο πολύ γνωστό σύστημα των εξεδρών τεταμένης κατακορύφου αγκυρώσεως (TLP), που χρησιμοποιήθηκε όμως για πρώτη φορά σε κινητό εξοπλισμό. Το σύστημα αυτό βασίστηκε στην ενεργό κατακόρυφη αγκύρωση σε αντίβαρα τοποθετημένα στον πυθμένα της θάλασσας. Η τάνυση σε αυτά τα κάθετα συρματόσχοινα αγκύρωσης ρυθμίστηκε έτσι ώστε να δίνει την απαραίτητη σταθερότητα στην εξέδρα σε σχέση με τις κινήσεις της θάλασσας και τα φορτία που χειρίζεται ο γερανός που υπάρχει στο κατάστρωμά της. Αυξάνοντας την τάνυση στα συρματόσχοινα αγκύρωσης, η άνωση της εξέδρας επιτρέπει στα βάρη αγκύρωσης να ανασηκώνονται από τον πυθμένα της θάλασσας. Τότε η εξέδρα, μαζί με τα βάρη της, μπορούν να πλεύσουν σε νέα θέση.
Όπως προαναφέρθηκε, όταν ολοκληρώθηκαν οι βάσεις των βάθρων ρυμουλκήθηκαν και στη συνέχεια ποντίστηκαν στην οριστική τους θέση. Οι θάλαμοι που δημιουργούνται στα θεμέλια από τις ακτινωτές δοκούς χρησιμοποιήθηκαν για τον έλεγχο της αντιστάθμισης και της πόντισης με διαφορικό ερματισμό. Στη συνέχεια, οι βάσεις των βάθρων πληρώθηκαν με νερό για να επιταχυνθούν οι καθιζήσεις, που είναι σημαντικές (μεταξύ 0,1 και 0,2 m). Αυτή η προφόρτιση διατηρήθηκε και κατά την κατασκευή του κορμού και της κεφαλής βάθρου, επιτρέποντας έτσι τη διόρθωση των πιθανών διαφορικών καθιζήσεων πριν την κατασκευή των πυλώνων και της ανωδομής καταστρώματος.
Το κατάστρωμα της κυρίως γέφυρας ανεγέρθη χρησιμοποιώντας την τεχνική της αμφίπλευρης προβολοδόμησης με προκατασκευασμένα στοιχεία καταστρώματος μήκους 12 μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της πλάκας σκυροδέματός τους. Το συνολικό βάρος ενός προκατασκευασμένου τεμαχίου ήταν 340 τόνοι και τοποθετήθηκε με τη χρήση πλωτού γερανού (TAKLIFT 7). Ο ρυθμός ανέγερσης ολόκληρης της δομής καταστρώματος έφτανε τα 60 μέτρα την εβδομάδα.